- εἰκοσετηρίς
- εἰκοσ-ετηρίς, ίδος, ἡ, Zeit von zwanzig Jahren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εἰκοσετηρίδα — εἰκοσετηρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικοσαετηρίδα — και εικοσετηρίδα, η (AM εἰκοσαετηρίς και εἰκοσετηρίς) 1. χρονικό διάστημα είκοσι ετών 2. επέτειος χρονικού διαστήματος είκοσι ετών … Dictionary of Greek